Ειδήσεις

Ηρακλής Φίλιος: Ο κληρικός δεν μπορεί να γυρίζει την πλάτη στον ανθρώπινο πόνο


Πιστεύω πως αρκούν μερικές λέξεις για να φορτίσουν με συγκίνηση το κλίμα. Και δεν είναι μόνο οι λέξεις, αλλά περισσότερο η εικόνα που δημιουργείται από τις λέξεις.

Θέλω να πω, πως το ευαγγέλιο της Κυριακής (Ματθ. 14, 14-22) ξεκινάει με μία συγκίνηση. Ο Χριστός συγκινείται. Βλέπει το πλήθος, την αγωνία του να γιατρευτεί, το σπλαχνίζεται και το θεραπεύει. Δεν το αγνοεί, αλλά συμμετέχει στον ανθρώπινο πόνο. Την ίδια στιγμή οι μαθητές του, Τον προτρέπουν να διώξει το πλήθος προς αναζήτηση τροφής. Ο Χριστός όμως δείχνει ξανά συμπόνοια και επιτελεί ένα θαύμα∙ το θαύμα του χορτασμού των πέντε περίπου χιλιάδων.

Ανθρώπινος πόνος. Ο πόνος δηλώνει την έλλειψη. Νιώθω πόνο, επειδή για παράδειγμα έχω χάσει τον άνθρωπο μου, πενθώ για τη φυγή ενός ανθρώπου μου από τον κόσμο αυτό, βρίσκομαι οικονομικά σε αδιέξοδο, νιώθω και είμαι μόνος χωρίς κάποιον να με στηρίζει, έχω χάσει το παιδί μου και η ζωή πλέον δεν μου δίνει το νόημα της συνέχειας, οι δυσκολίες πληθαίνουν και δεν βλέπω λύση των προβλημάτων, εν τέλει οδηγούμαι σε αδιέξοδα, ο μισάνθρωπος διάβολος σκοτίζει το νου μου και με ρίχνει συνέχεια σε πνευματικό σκοτάδι. Όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμη, αποτελούν πραγματικές καταστάσεις, που ο σύγχρονος άνθρωπος τις βιώνει με περισσότερη ένταση και ταχύτητα. Ποιος λοιπόν έχει την άνεση να ελαφρώσει το βαρύ φορτίο και να απαλύνει τον πόνο;

Ο νους πηγαίνει σε έναν όμορφο ακόμη λόγο του Θεού, που όσο κι αν δείχνει τετριμμένος, εντούτοις περιέχει μία απίστευτη δυναμική. Δεν είναι λόγος ανθρώπινος. Είναι λόγος θεανθρώπινος. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28). Πόση άραγε βεβαιότητα παρέχει αυτός ο λόγος; Δεν είναι φιλοσοφικός. Είναι θεανθρωποκεντρικός. Η «οντολθεολογική» (όρος που χρησιμοποιεί συχνά ο Heidegger) του θεώρηση, επιτρέπει να δούμε τον άνθρωπο και κάθε υπαρξιακή του ανησυχία, υπό το πρίσμα της θεολογίας και της φιλοσοφίας. Και σίγουρα, η φιλοσοφία στο παρόν ζήτημα, δεν έχει να προσφέρει καμία ικανοποιητική απάντηση. Απολύτως καμία, στέκοντας αδύναμη να σηκώσει το βάρος της ευθύνης, όχι του να είσαι άνθρωπος, αλλά να δίνεις ουσία στην ύπαρξη του ανθρώπου. Η μόνη ίσως ικανοποιητική συμβολή της φιλοσοφίας στο θέμα αυτό, είναι ο θεϊστικός υπαρξισμός του Kierkegaard (και άλλων θεϊστών), η ζωή του οποίου πέρασε από τρία στάδια (και τα οποία αναλύει στη φιλοσοφία του)∙ το αισθητικό, το ηθικό και το θρησκευτικό, με το τελευταίο να καλύπτει πλήρως τις υπαρξιακές του αναζητήσεις.

Ο Χριστός λοιπόν απευθύνεται σε όσους έχουν κοπιάσει και νιώθουν βαρύ το φορτίο της ζωής. Ένα φορτίο που πολλές φορές έχει βάρος πολύ περισσότερο από αυτό που μπορούν οι άνθρωποι να σηκώσουν. Και τους λέει «ελάτε σ’ εμένα και θα σας αναπαύσω». Είναι βέβαια κατανοητό, πως αυτός ο λόγος έχει μία προέκταση. Αυτό τον λόγο τον παίρνει ο κληρικός και τον κουβαλάει στους ώμους του μέχρι τέλους της ζωής του, αφού ο ίδιος πλέον μέσα από τη διακονία του και το υπούργημα της ιεροσύνης, αναλαμβάνει να ελαφρύνει το βαρύ φορτίο του ανθρώπου της λύπης. Κι αν ο αιώνας μας κατά Κάλλιστο Wear είναι ο αιώνας της «ανθρωπολογίας», εμφανίζεται πιο επιτακτική η ανάγκη, ο κληρικός να οντολογικοποιήσει πνευματικά την ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία σε μέρες πικρές αποχρωματίζει τη διάθεση του ανθρώπου να δεχτεί την πραγμάτωση του σκοπού υπάρξεως του, που είναι η θέωση. Είναι εύκολο κάτι τέτοιο;

Έχω την αίσθηση, πως ο σύγχρονος κληρικός δεν είναι υποψιασμένος άνθρωπος. Εννοώ λοιπόν, πως ένα μεγάλο μέρος του κλήρου όχι απλά δεν έχει δει μπροστά, αλλά κάτι πολύ πιο απαισιόδοξο. Δεν έχει υποπτευθεί την εποχή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λαμπρά και εξαίσια παραδείγματα φάρων που λάμπουν κάθε μέρα στο ησυχαστήριο της αγάπης και απαλύνουν τις αναζητητικές αγωνίες του ανθρώπου. Πιστεύω όμως, πως είναι λίγα, ενώ υπάρχει η δυνατότητα να είναι περισσότερα. Και υποψιασμένος δεν είναι ο κληρικός που παρουσιάζει έργο. Αλήθεια, ποιος πιστεύει ακόμη πως αυτό είναι το ζητούμενο στην εκκλησία; Τολμώ να ομολογήσω, πολύ δε περισσότερο να το φωνάξω δυνατά, πως η εκκλησία δεν υπάρχει για να κάνει έργο. Αυτά τα προτεσταντικά κατάλοιπα, δυστυχώς έχουν περάσει στην εκκλησιαστική ζωή, ευτυχώς σε μεμονωμένες όμως περιπτώσεις. Η εκκλησία υπάρχει για να γίνεται. Αν ο Heidegger πάσχιζε με όρους της μεταφυσικής να ερμηνεύσει το μεταφυσικό και δεν τα κατάφερνε, τότε η εκκλησία μπορεί να φτάσει τον άνθρωπο στη δική της «μεταφυσική», και με έναν Γρηγόριο Νύσσης ή έναν Ιωάννη της Κλίμακος, μπορεί να οδηγήσει στην υπερβατική ολοκλήρωση του, μέσα από τον αγιασμό του.

Ο κληρικός με το λόγο του, εν τέλει με την όλη του διακονία, η οποία αδυνατώ να συλλάβω πως δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι στάση ζωής, μπορεί να συμβάλλει στο ξεθώριασμα της λύπης και στο χρωματισμό της χάριτος του ανθρώπου. Κι αν το έργο που επιτελεί η εκκλησία είναι άγιο, αναγκαίο και αναπαύει τις επίγειες ανάγκες του ανθρώπου, εντούτοις δεν είναι ο αυτοσκοπός της. Ο λόγος πολλές φορές παύει να είναι θεολογικός. Καταντά περιγραφικός ή ευχετικός. Ο κληρικός όμως δεν έχει την πολυτέλεια να στέκεται, πόσο μάλλον δε να υπάρχει ευχετικά στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος θέλει το παραπάνω από τον κληρικό. Δεν του αρέσει να του χτυπάς την πλάτη και να του εύχεσαι «υπομονή» στις δυσκολίες. Γι’ αυτό, ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, καθηγητής Θεολογίας (Παν/μιο του Cambridge, του Winchester κ.α.) σημειώνει με αγωνία: «Όταν δίνεις εύκολες απαντήσεις στον πόνο των ανθρώπων, αυτό δεν λέγεται συναφειακή θεολογία. Είναι έλλειψη αγάπης, είναι βαθύς ναρκισσισμός, είναι η σωτηρία σου από τον άλλον. Κι αυτό γιατί αισθάνεσαι ότι η απορία του άλλου σε ξεβολεύει. Δεν αναλαμβάνεις τον άλλον. Αυτός ο άλλος, το καταλαβαίνει αυτό και δεν σε υπολογίζει. Λίγοι έχουνε το ποιμαντικό βάσανο για τη θεολογία».

Εν τοις πράγμασι, ο θεολογικός λόγος απουσιάζει πολλές φορές από τη ζωή του ανθρώπου. Και φυσικά, δεν αφορά κανέναν ένας βερμπαλιστικός θεολογικός λόγος (που δεν είναι λόγος), ούτε μία ευχητική προτροπή. Πώς λοιπόν, ο κληρικός στη σύγχρονη, και ιδιαίτερη από άποψη απαιτήσεων και λειτουργικών δομών, εποχή θα ξεκλειδώσει τα αδιέξοδα του ανθρώπου; Πώς θα σταθεί στον πόνο του; Πώς θα δει τον εαυτό του στον πόνο αυτό, αλλά και πως θα εμπνεύσει τον άνθρωπο να δει το όφελος του πόνου, κάτι που ακούγεται παράλογο; Επιμένω και θα επιμένω αθεράπευτα σε δύο λέξεις. Στη λέξη «ερωτικότητα» και στη λέξη «υποψία». Αν ο κληρικός δεν είναι ερωτευμένος με τον Χριστό, δεν θα είναι και με το συνάνθρωπο του. Κι αν δεν έχει υποψία, δεν θα καταφέρει να υποψιαστεί την εποχή του. Πολύ δε περισσότερο την ανάγκη για Χριστό, Χριστό και Χριστό.

Ηρακλής Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

 

 

Προηγούμενο άρθρο Αδελφοποίηση του Α.Σ. Μετέωρα με ομάδα της Νυρεμβέργης
Επόμενο άρθρο Δ. Τρικκαίων: Όχι στη βία κατά των γυναικών