Την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου και ώρα 7.30 βραδινή θα πραγματοποιηθεί λογοτεχνική εκδήλωση αφιερωμένη στον συγγραφέα Γιώργο Βαλταδώρο (Καρδίτσα 1897 –Αθήνα 1930) στο βιβλιοπωλείο Κηρήθρες της οδού Γλάδστωνος. Την εκδήλωση οργανώνουν ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Τρικάλων και ο Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων σε μια προσπάθεια να γνωρίσει το αναγνωστικό κοινό πρόσωπα και κείμενα της ελληνικής γραμματείας, τα οποία είναι σχεδόν άγνωστα.
Ὁ Γιῶργος Βαλταδῶρος (Καρδίτσα 1897-Ἀθήνα 1930) ἀνήκει στὴν κατηγορία ἐκείνη τῶν συγγραφέων ποὺ διακονοῦν μέσα στὸ ἔργο τους τὸ γνωστικὸ καὶ συναισθηματικὸ στοιχεῖο τῆς ἐντοπιότητας. Εἶναι ἕνα γνήσιο τέκνο τῆς γῆς ποὺ τὸν ἀνάθρεψε καὶ τῆς ἀτμόσφαιρας ποὺ τὸν ἐμψύχωσε μὲ τοὺς θρύλους της.
Ὁ Γιῶργος Βαλταδῶρος ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια στὴ Καρδίτσα μέχρι καὶ τὶς πρῶτες τέσσερις τάξεις τοῦ Γυμνασίου. Γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας (1917), τὴν ὁποία παρακολούθησε ἐπὶ δύο ἔτη καὶ στὴ συνέχεια (1919) γράφτηκε στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν τῆς ἴδιας πόλης, τὴν ὁποία ἐπίσης παρακολούθησε ἐπί δύο ἔτη. Ἀνήσυχο πνεῦμα ὅπως ἦταν ἔφυγε καὶ γράφτηκε στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Μονάχου. Ἀπὸ ἐκεῖ βρέθηκε στὸ Παρίσι (1924), ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν Ψυχάρη καὶ γνώρισε τὸ κίνημα τοῦ δημοτικισμοῦ. Στὰ χρόνια αὐτὰ γράφει εἰκαστικὰ κείμενα γιὰ τοὺς ἀγαπημένους του ζωγράφους Βὰν Γκόγκ, Σεζὰν καὶ Ἔλ Γκρέκο. Διακρίθηκε γιὰ τὸ καινούριο βλέμμα ποὺ ἀποτύπωσε στὰ ζωγραικά του θέμα-τα, ἀλλὰ ὁ πρόωρος θάνατος δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἐκθέσει τὰ ἔργα του, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα βρίσκο-νται σήμερα στὴ δημοτικὴ πινακοθήκη τῆς γενέ-θλιας πόλης. Στὴ λογοτεχνία ἡ τύχη του ἦταν λίγο καλύτερη, ἀφοῦ πρόλαβε νὰ ἐκδώσει μέρος ἀπὸ τὰ πρῶτα του διηγήματα τρία χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του.
Ὁ θεσσαλικὸς κάμπος εἶναι ὁ φυσικὸς χῶρος μέσα στὸν ὁποῖο διαδραματίζονται οἱ ἱστορίες τῶν καλύτερων διηγημάτων του. Τὰ ἀφηγήματα τῆς συλλογῆς του μὲ τίτλο «Ὅσοι ζήσουν» (ἰδιωτικὴ ἔκδοση, 1927) προέρχονται ὅλα ἀπὸ γεγονότα καὶ ἐμπνεύσεις τοῦ «κατακαημένου», ὅπως ἔλεγε, κάμπου. Ἀλλὰ καὶ στὰ τελευταῖα διηγήματά του, στὰ «μοντέρνα», ὅπως τὰ ὀνόμαζε, τὸ ὅραμα τῶν ἀνοιχτῶν ὁριζόντων τῆς εὐρύστερνης Θεσσαλίας ὑποφώσκει σὰν ἕνα ἄσβηστο καντίλι πάθους. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάμπου εἶναι τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγάπησε πολὺ καὶ τὰ εἰσήγαγε μέσα στὶς μυθοπλασίες του μὲ ὅλα τὰ τρωτὰ ἤ ἐπαινετὰ στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα τους. Οἱ παραδόσεις καὶ οἱ δοξασίες τῶν ἀνθρώπων τῆς πολυδουλεμένης πεδιάδας ἀποδείχθηκαν γόνιμη ὕλη γιὰ τὴν ἀνέλιξη τῆς πεζογραφίας του.
Ὁ Γιῶργος Βαλταδῶρος πέθανε φτωχὸς καὶ πικραμένος στὴ σημαδιακὴ ἡλικία τῶν τριάντα τριῶν ἐτῶν. Πρόλαβε ὅμως καὶ ἔδωσε σαφῆ δείγματα τόσο στὴν πεζογραφία, ὅσο καὶ στὴ ζωγραφική, ἑνὸς ἱκανότατου καὶ ἀσυνήθιστου ταλέντου. Τὰ διηγήματά του «Βιρβιρίτσα», «Γήταυρος», «Τὸ ρολόι ποὺ σταμάτησε», «Ὁ ἐμψυ-χωτὴς» καὶ ἴσως μερικὰ ἄλλα συνιστοῦν κορυφαῖες στιγμὲς τῆς συγγραφικῆς του πορείας, ἀλλὰ καὶ ἐνδιαφέρουσες σελίδες ὁλόκληρης τῆς νεοελληνικῆς γραμματείας.