Σε μια γωνιά του σπιτιού, πίσω από τα μισόκλειστα στόρια, η σκιερή σιλουέτα μιας γυναίκας στέκεται ακίνητη, κρατάει με τα δυο της χέρια το πρόσωπό της. Όχι για να κρύψει τον πόνο , αυτόν τον έχει συνηθίσει. Αλλά για να συγκρατήσει ότι έχει απομείνει από την αξιοπρέπειά της. Η πόρτα πίσω της κλειστή όχι από επιλογή, αλλά από τον φόβο που έγινε συνήθεια. Στον διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, μόνο η αναπνοή της που τρέμει, λες και φοβάται μην προδώσει την καρδιά της. Στο μυαλό της οι σκέψεις μπλέκονται «βοήθεια…σταμάτα…δεν μπορεί να μου αξίζει αυτό…»
Καμία όμως δεν βρίσκει δύναμη να γίνει φωνή. Το σπίτι της, εκεί που θα έπρεπε να είναι τόπος ασφάλειας, έχει γίνει φυλακή χωρίς κάγκελα. Κι εκείνη… μια αόρατη κρατούμενη.
Αυτή η εικόνα δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι καθημερινότητα. Είναι τα αόρατα λεπτά πριν ακουστεί η κραυγή. Είναι η ιστορία που δεν βλέπουμε, το βλέμμα που αποστρέφουμε, η αλήθεια που δεν θέλουμε να αντικρίσουμε.
Και αυτή η εικόνα , όσο σκληρή κι αν είναι ,δεν ανήκει μόνο σ’ εκείνη. Ανήκει σε χιλιάδες γυναίκες στη χώρα μας. Γυναίκες που περνούν δίπλα μας, προσπερνούν στο σούπερ μάρκετ, εργάζονται στο ίδιο γραφείο, κάθονται δίπλα μας στη στάση. Κι όμως, κουβαλούν μέσα τους έναν φόβο που δεν φαίνεται στο περπάτημά τους.
Κάποτε πιστεύαμε πως η βία αφήνει σημάδια που φαίνονται. Σήμερα γνωρίζουμε πως τα πιο βαθιά τραύματα είναι αυτά που δεν φαίνονται. Εκείνα που διαλύουν την αξιοπρέπεια, την αυτοπεποίθηση, την πίστη στον εαυτό μας. Εκείνα που φυλακίζουν μια γυναίκα μέσα στην ίδια της τη ζωή.
Η έμφυλη βία δεν είναι στιγμιαίο ξέσπασμα. Είναι καθημερινός έλεγχος. Είναι υποτίμηση, απειλές, εξευτελισμός. Είναι η σταδιακή διάλυση της αυτοεκτίμησης, μέχρι η γυναίκα να πιστέψει πως δεν αξίζει κάτι καλύτερο. Πως δεν μπορεί να φύγει. Πως φταίει.
Και εδώ αρχίζει η δική μας ευθύνη. Όταν γυρίζουμε το κεφάλι αλλού, όταν αποκαλούμε τη βία «δικό της θέμα», όταν λέμε «ας μη μπλέξουμε», αφήνουμε χώρο στο σκοτάδι. Και όταν δίνουμε χώρο στο σκοτάδι, χάνουμε κάτι πάρα πολύ σημαντικό, τη συλλογική μας ανθρωπιά.
Η αλήθεια είναι καθαρή και αδιαπραγμάτευτη:
Καμία γυναίκα δεν φταίει για τη βία που δέχεται. Ποτέ. Για κανέναν λόγο.
Σήμερα, 25 Νοεμβρίου, δεν μιλάμε για αριθμούς μιλάμε για ζωές. Για τη μία στις τρεις γυναίκες στην Ευρώπη που έχει βιώσει κάποια μορφή κακοποίησης. Για τις γυναίκες στην Ελλάδα που χάνουν τη ζωή τους από το χέρι ανθρώπων που τις «αγαπούσαν». Για όσες ζουν με τον φόβο να ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού και η σιωπή συνεχίζει να καλύπτει τις κραυγές τους. Όχι γιατί δεν φωνάζουν, αλλά γιατί η κοινωνία συχνά δεν θέλει να ακούσει. Αποστρέφει το βλέμμα. Βολεύεται με τη σκέψη πως «δεν μας αφορά». Μα μας αφορά. Μας αφορά βαθιά. Γιατί η βία δεν είναι προσωπική υπόθεση , είναι κοινωνική πληγή.
Κάθε γυναίκα που παλεύει να σταθεί όρθια ,χρειάζεται σύμμαχο όχι κριτή. Χρειάζεται ένα χέρι ,όχι συμβουλές που βαραίνουν. Χρειάζεται να ξέρει πως δεν είναι μόνη, πως υπάρχει δρόμος, πως υπάρχουν άνθρωποι και δομές που μπορούν να της ανοίξουν την πόρτα που εκείνη αδυνατεί ακόμη να αγγίξει.
Γι’ αυτό σήμερα η υπόσχεση πρέπει να είναι καθαρή και δεσμευτική:
Όταν βλέπουμε , δεν προσπερνάμε.
Όταν ακούμε ,δεν σωπαίνουμε.
Όταν γνωρίζουμε ,δεν μένουμε αδρανείς.
Δεν χρειάζονται μεγαλόστομες διακηρύξεις. Χρειάζεται ανθρώπινη στάση. Η έμφυλη βία δεν εξαλείφεται με μια ημέρα μνήμης, εξαλείφεται με καθημερινές πράξεις. Και ίσως τότε, μια μέρα, η γυναίκα πίσω από τα μισόκλειστα στόρια να σηκώσει το κεφάλι της χωρίς φόβο. Να ανοίξει την πόρτα και να φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω. Να ξαναχτίσει τη ζωή της με εκείνη την αυτοπεποίθηση που η βία προσπάθησε να της κλέψει.
Αυτό είναι το χρέος μας. Και αυτή είναι η αλήθεια που οφείλουμε να υπηρετήσουμε, μέχρι καμία γυναίκα να μην χρειάζεται να κρύψει το πρόσωπό της πια, γιατί ότι κρύβεται δεν παύει να υπάρχει.
Δρ Αγλαΐα (Λία) Ρογγανάκη
Διοικήτρια Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΔΠΘ














