Ηρακλής Φίλιος: Οι δαιμονισμένοι γνώριζαν, αλλά δεν πίστευαν


Tags |

Αύριο, ημέρα Κυριακή, στους ιερούς ναούς διαβάζεται το ευαγγέλιο που αναφέρεται στη θεραπεία των διαμονισμένων Γαδαρηνών (Ματθ. 8,28 – 9,1). Αυτό το ευαγγέλιο κρύβει μέσα του ένα παράδοξο, μία αμφισημία ενός γεγονότος με δύο όψεις.

Το παράδοξο έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι δαιμονισμένοι έχουν γνώση ότι μπροστά τους στέκεται ο Χριστός, αλλά δεν τον πιστεύουν. Αυτή είναι η αμφισημία της ευαγγελικής περικοπής κατά την οποία οι δαιμονισμένοι αναγνωρίζουν στον Χριστό τη θεότητα, αλλά δεν πιστεύουν. Εξάλλου αν πίστευαν θα είχαν σωθεί. Διαβάζουμε λοιπόν σχετικά: «Και εφώναξαν, ‘’Τι έχεις μαζί μας Ιησού, Υιέ του Θεού;’’» (Ματθ. 8, 29). Βλέπουμε λοιπόν, πως τα δαιμόνια που είχαν κυριεύσει τους δύο ανθρώπους έχουν επίγνωση ότι αυτός που στέκεται μπροστά τους ήταν ο Υιός του Θεού. Την ίδια όμως ομολογία με τα δαιμόνια για τη θεότητα του Χριστού κάνει και ο απόστολος Πέτρος. Διαβάζουμε πάλι στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «Ο Σίμων απεκρίθη ‘’Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού’’» (Ματθ. 16, 16). Ποια όμως η διαφορά ανάμεσα στην ομολογία του Πέτρου και εκείνης των δαιμονίων;

Κι εδώ δημιουργούνται κάποια ερωτήματα. Αφού τα δαιμόνια αναγνώρισαν τον Υιό του Θεού γιατί δεν πίστεψαν σ’ Εκείνον; Γιατί δεν σώθηκαν, αφού τον αναγνωρίζουν ως Υιό του Θεού όταν Τον βλέπουν μπροστά τους; Ποια είναι η διαφορά της ομολογίας του Πέτρου από εκείνη των δαιμονίων αφού παραδέχονται το ίδιο ακριβώς πράγμα; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά εντοπίζεται στη σχέση πίστης και γνώσης. Τα δαιμόνια γνωρίζουν και δέχονται ένα γεγονός. Αυτό της θεότητας του Χριστού. Η γνώση αυτή δεν έχει την προέκταση της στην οντολογική εμβάθυνση του γεγονότος της θεότητας του Χριστού, η οποία εντοπίζεται στην πίστη, αυτή δηλαδή που τα δαιμόνια δεν έχουν. Πέρα από αυτό, ποιος διαφωνεί, πως είναι άλλο να γνωρίζω κάτι και άλλο να το πιστεύω ταυτόχρονα;

Τα δαιμόνια γνωρίζουν, αλλά δεν πιστεύουν. Ο Πέτρος γνωρίζει και πιστεύει. Και εκείνο, που σώζει κατά τους λόγους του Χριστού είναι η πίστη. Μπορεί να έχω μία αντίληψη περί ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης χωρίς να θέλω να παραδεχτώ (εγωισμός) ή και χωρίς να γνωρίζω (άγνοια) την προέκταση και τη σωτηριώδη σημασία που έχει για τη ζωή μου.

Η στάση των δαιμονισμένων αν μεταφραστεί φιλοσοφικά μοιάζει με την απάντηση του Άγγλου εμπειρικού G. Berkeley στο ερώτημα «αν ένα δέντρο πέσει στο δάσος και δεν είναι κανείς εκεί για να το ακούσει, θα κάνει θόρυβο;» (A Treatise Concerning the Principles of Human Knowledge, 1710). Ο ίδιος φυσικά ως γνήσιος ιδεαλιστής, απαντάει αρνητικά. Γνωρίζει την ύπαρξη του δέντρου αλλά όχι την προέκταση ενός γεγονότος, που σχετίζεται με το δέντρο αυτό και συγκεκριμένα με το πέσιμο το∙ ότι δηλαδή, αν πέσει θα παραχθεί θόρυβος. Αντίθετα ο ίδιος απαντά πως το δέντρο αυτό δεν υπήρξε καν! Είχε γνώση του γεγονότος της ύπαρξης του δέντρου, αλλά δεν πίστευε ότι το δέντρο αν πέσει κάπου εκεί πέρα στο δάσος θα ακουστεί ο θόρυβος από την πτώση του. Εξάλλου για τον Berkeley ποιος είναι εκεί για να δει και να ακούσει;

 

Εδώ λοιπόν, έγκειται και η θεμελιώδης διαφορά της γνώσης και της πίστης. Στη γνώση γνωρίζω κάτι μέσα από τις αντιλήψεις μου, παραδοχή που εντοπίζεται στο αξίωμα του Άγγλου εμπειρικού «esse est percipi» (το είναι ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι). Για τον εμπειρικό φιλόσοφο δεν υπάρχει το επέκεινα της κτιστής του περατότητας, την οποία θέτει ως όριο της αντίληψης του, αλλά και της παραδοχής του. Για τον ίδιο, η αλήθεια των πραγμάτων είναι άκρως φυσική. Πίστη για τον εμπειρικό σημαίνει αποδοχή όσων αισθάνομαι και βιώνω, όχι ως προσπάθεια φωτισμού από τη θεία χάρη, αλλά ως κατάργηση κάθε υπερφυσικής αποκάλυψης, η οποία εν τέλει νοείται, άρα ερμηνεύεται με όρους του όντος, επουδενί όμως δεν βιώνεται αγιοπνευματικά.

Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συμβεί η αγιοπνευματική προσέγγιση του γεγονότος από τον εμπειρικό φιλόσοφο. Η αλήθεια του εμπειρικού ταυτίζεται με την αισθησιοκρατική του αντίληψη. Δεν έχει αυτό το υπερβατικό στοιχείο μέσα της, κάτι που συναντάται στην ορθόδοξη πίστη, όπου «η αλήθεια είναι πάντοτε υπερφυσική, το ακριβές νόημα της είναι πως το πνεύμα υψώθηκε επάνω από το φυσικό» κατά Μπερντιάεφ.

Η γνώση και η πίστη όμως, κι εδώ έχει ύψιστη σημασία να τονιστεί αυτό, δεν βρίσκονται σε μία διαλεκτική διαμάχη, μήτε η μία πασχίζει τον εξοβελισμό της άλλης. Το γνωσιολογικό ερώτημα των Ευνομιανών που έθεταν συχνά στους ορθόδοξους «Τί πρότερον, ἡ γνῶσις ἤ ἡ πίστις;» δεν εντοπίζει την κατάφαση του αποκλειστικά στη γνώση, μήτε αποκλειστικά στην πίστη. Δεν υπάρχει αυτή η επιθυμία έντονης κυριαρχίας της μίας επί της άλλης. Αυτή η διαμάχη δημιουργήθηκε από ακραίες φωνές, που φοβήθηκαν την παρουσία της μίας στους κύκλους επιρροής και ενδιαφέροντος της άλλης. Και φυσικά δεν πρόκειται για μία ακόμη μανιχαϊστική αντίληψη, όπως συμβαίνει με το καλό και το κακό.

Το να γνωρίζω κάτι, δεν σημαίνει ότι η πίστη μου σε αυτό καταργείται. Μπορεί η γνώση να βοηθήσει να πιστέψω, και η πίστη να με οδηγήσει στο να γνωρίσω περισσότερο. Οι διαμονισμένοι γνώριζαν ότι απέναντι τους στεκόταν ο Υιός του Θεού, αλλά ο εγωισμός τους, δημιουργούσε πάντοτε την αδυναμία πίστης στη θεότητα του Χριστού∙ εξάλλου η πίστη στη θεία φύση του Χριστού θα σήμαινε για εκείνους παραδοχή της αδυναμίας του να πιστέψουν στον Δημιουργό τους, άρα και στη σωτηρία τους.

Η πίστη προεκτείνει μία ενδόμυχη υποψία μου στην κατάφαση της, αποτελώντας την οντολογική εμβάθυνση του εαυτού μου στην υπαρξιακή εκτόνωση των βεβαιώσεων μου υπό το πρίσμα της αλήθειας, η οποία βεβαιώνεται πέρα των κτιστών ορίων της γνώσης. Ξεθωριάζει τις αμφιβολίες, δεν τις αφανίζει όμως εξολοκλήρου. Βεβαιώνεται στον εμπειρισμό του Berkeley, στον υπαρξισμό των Descartes και Kierkegaard, πολλώ μάλλον στη σωτηρία του ανθρώπου από τον Υιό και Λόγο του Θεού.

 

Ηρακλής Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος