Ηρακλής Αθ. Φίλιος: Αμετροεπείς θεολογικές φωνές


Tags |

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο απλός λαός γυρίζει την πλάτη του στην εκκλησία. Όχι όμως στον Θεό. Προφανώς, κάποιοι λόγοι υφίστανται, που εμποδίζουν τον άνθρωπο να πλησιάσει τον Χριστό και την εκκλησία. Με μία προσεκτική ματιά, αυτό το γύρισμα της πλάτης, αναζητά την αιτία σ’ εκείνες μόνο τις θεολογικές φωνές που φωνάζουν για να φοβίσουν. Φωνές αμετροέπειας. Φωνές εμπάθειας. Ανεξέλεγκτες φωνές.
Πριν από λίγες μόλις μέρες, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιμος, παραχώρησε μία αξιόλογη διαδικτυακή συνέντευξη στην Πεμπτουσία, στον αγαπητό φίλο και συνεργάτη Δρ. Θεολογίας Πέτρο Παναγιωτόπουλο. Ο Σεβασμιώτατος, ανάμεσα στα όσα είπε, τόνισε εμφατικά και με χαρακτηριστικές κινήσεις του σώματος τα εξής: «…Η δουλειά μας είναι μία στον κόσμο. Και μάλιστα σ’ έναν κόσμο σαν τον σημερινό, που υποφέρει, πονάει, δεν ξέρει γιατί υπάρχει, δεν ξέρει τι θα γίνει μετά τον θάνατο του, δεν ξέρουν οι άνθρωποι πως θα αντιμετωπίσουν το λαχείο που θα κερδίσουν ή την αρρώστια ή τον θάνατο του παιδιού τους. Εμάς λοιπόν ο ρόλος μας είναι αυτός. Ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά τα πράγματα. Και να απαντήσουμε όχι έτσι (δείχνει επίμονο κούνημα του δαχτύλου). Αυτό δεν είναι απάντηση. Αυτό είναι απειλή. Να απαντήσουμε με τρυφερότητα. Γράφτηκε πολύ σωστά ότι ‘’οι άνθρωποι σήμερα δεν θέλουν να δουν την εξουσία των Πατέρων∙ θέλουν να δουν την καρδιά των Πατέρων’’. Ή έχουμε καρδιά ή δεν έχουμε. Ο Χριστός μίλησε με την καρδιά του. Κι όταν είπε ελάτε να σας αναπαύσω, δεν είπε ελάτε να σας φορτώσω…».
Μεταξύ των ισορροπημένων θεολογικών φωνών που κάνουν λόγο περισσότερο για αγάπη, σωτηρία και έλεος, υπάρχουν και κάποιες άλλες, ελάχιστες θέλω να πιστεύω, οι οποίες σε κάθε ευκαιριακή τους εκτίναξη κάνουν λόγο για πάθη, αμαρτίες, καταδίκη και τιμωρία. Οι φωνές αυτές αρέσκονται σε έναν επίμονο κοσμολογικό μονοφυσιτισμό, αφού εντοπίζουν στη ζωή του ανθρώπου φθορά, πάθη, αδυναμίες και πτώσεις∙ επουδενί όμως έλεος και σωτηρία. Και είναι αυτή τους η εμμονή, να βλέπουν τον εχθρό παντού και την υπόσταση τους ατσαλάκωτη, που τους ενθαρρύνει σε μία μετωπική σύγκρουση με τον άνθρωπο που πάσχει, που αμετανόητα αμαρτάνει και επιμένει να αμαρτάνει.
Για φανταστείτε, πως θα ενεργούσε ο Χριστός υπό τις δικές τους συνθήκες. Αν ερχόταν σήμερα και συναντούσε τον ληστή, θα τον άφηνε να πεθάνει επάνω στον σταυρό και να τιμωρηθεί για τα εγκλήματα του, καθώς του αξίζει. Θα αποστρεφόταν το πρόσωπο του Ζακχαίου όταν ανεβασμένος επάνω στο δέντρο διψούσε με λαχτάρα να συναντήσει ένα βλέμμα κι ένα νεύμα του Χριστού. Θα απομάκρυνε από το Σώμα Του την πόρνη, που Τον άγγιζε επειδή φοβόταν πεσμένη στο έδαφος τις απειλές των ατσαλάκωτων Ιουδαίων. Θα διέκρινε, ως Παντογνώστης, στο πλήθος που άκουγε τη διδασκαλία Του, όσους έχουν ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις και θα τους απομάκρυνε από τη σύναξη. Θα άφηνε τη Σαμαρείτιδα στο πηγάδι να πιει μόνη της το νερό, αφού είχε πέντε άνδρες στη ζωή της και ζούσε την ηδονή στο έπακρο.
Αυτός όμως δεν θα ήταν ο Χριστός, που θα ενεργούσε έτσι. Έτσι θα ενεργούσε εκείνος που δεν σιωπά και δεν ταπεινώνει την έπαρση του εαυτού του, κάνοντας σε άλλους τον δάσκαλο και κουνώντας αμετανόητα το δάχτυλο στον άνθρωπο που πάσχει και ελκύεται από τα ψυχοφθόρα πάθη. Βέβαια, είναι και κάτι άλλο, καταλυτικό για την πνευματική αναβάθμιση του ανθρώπου. Σκοπός δεν είναι να ενθαρρυνθεί η αμαρτία ή η διαστροφή, αλλά να εμπνευστεί ο Χριστός στις καρδιές των ανθρώπων και να δειχθεί πως η αμαρτία και η διαστροφή αποτελούν εμπόδια στη χαρισματική θέωση του ανθρώπου, κάτι πολύ υψηλό, για το οποίο εξάλλου πλάστηκε ο άνθρωπος. Και τότε σίγουρα, ο άνθρωπος θα αγωνίζεται έναν τέτοιο πνευματικό αγώνα, που θα του επιτρέπει να μεταμορφώνει τα πάθη και να τα οδηγεί προς το αγαθό. Επουδενί δε, να τα πολεμάει και να τα ξεριζώνει, αφού οι Πατέρες μίλησαν για μεταμόρφωση των παθών και όχι για ψυχωτική καταπολέμηση τους. Μάλιστα δε, προς αυτό συνηγορεί ο Γρηγόριος Νύσσης, όπου στο «Περί ψυχής και αναστάσεως» σημειώνει: «Ταῦτα δέ ἔστιν ὅσα ἐν ἡμῖν γινόμενα πάθη λέγεται, ἃ οὐχί πάντως ἐπί κακῷ τινι τῇ ἀνθρωπίνῃ συνεκληρώθη ζωῇ… ἀλλά τῇ ποιᾷ χρήσει τῆς προαιρέσεως, ἢ ἀρετῆς, ἢ κακίας ὄργανα τά τοιαῦτα τῆς ψυχῆς κινήματα γίνεται». Δηλαδή για τον Νύσσης, η προαίρεση είναι εκείνη που κάνει τα πάθη όργανα της κακίας ή της αρετής.
Καλλιεργείται λοιπόν, μέσα από ελάχιστες θεολογικές φωνές, ο φόβος. Για να υπάρξω στη ζωή σου, για να με νιώσεις ως υπολογίσιμη φωνή, επειδή είσαι ή γίνεσαι κάτι διαφορετικό από εμένα, και αυτό δεν θέλω και δεν έχω μάθει να το αντέχω, πρέπει να σε φοβίσω. Να σου δημιουργήσω το αίσθημα της ενοχής μέσα από το ψυχοφθόρο πάθος σου και τη διαστροφή σου, να σε ξεχωρίσω και αν δείξω την ανηθικότητα και την αμαρτωλότητα σου. Εν τέλει, να σου δημιουργήσω το αίσθημα ότι ο Θεός δεν σε αγαπάει επειδή είσαι έτσι ή επειδή είσαι αλλιώς. Και με τον τρόπο αυτό, επιτέλους να οδηγηθώ στη θεοκτονία, αφού παύω αυταρχικά και αυτεξουσίως τον Θεό ως αγάπη από τη ζωή σου. Και ταυτόχρονα; Επιδεικνύω με καμάρι και παλικαριά την κακότητα μου απέναντι σου και την προκλητική μου εμπάθεια.
Δεν χρειάζεται ποτέ και σε καμία περίπτωση, να υπενθυμίζεται στον άνθρωπο η αμαρτία του ως ενοχικό σύνδρομο, αλλά ως εκείνη η τραγική αλλοτρίωση που επιφέρεται στην υπαρξιακή του υπόσταση, μέσα από τον εκμηδενισμό της προοπτικής να υπάρξει ως σχέση με τον Θεό. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίζεται συνεχώς η αμαρτωλότητα, αλλά με αγάπη να δείχνεται η ομορφιά της ζωής μέσα από τη δημιουργία σχέσης με τον εραστό Θεό. Δεν χρειάζεται να δίνεται στον κόσμο ένα καθρέφτη για να δει πόσο άσχημος πνευματικά είναι, αλλά για να δει πόσο όμορφος μπορεί να γίνει ως εικόνα Θεού. Δεν είναι αμαρτωλή η ανθρωπότητα, η φύση και όλα εκεί έξω. Δεν υπάρχει παντού ανηθικότητα και διαστροφή. Δεν είναι κακός ο κόσμος. Δεν είμαστε νεοπλατωνιστές για να έχουμε τέτοιες απόψεις για τον κόσμο. Δεν γνωρίζω πραγματικά το ανθρώπινο όριο και τις αντοχές των αμετροεπών αυτών φωνών, να βρίσκουν κακό και διεφθαρμένο τον κόσμο.
Ο άνθρωπος πενθεί. Πενθεί γιατί ενώ έχει τη φυσική τάση να μοιάσει στον Θεό, δεν καταφέρνει να δραπετεύσει από τις αστοχίες του. Πενθεί γιατί ο μισάνθρωπος διάβολος με δόλο τον ωθεί μακριά από τη σχέση με τον Θεό. Πενθεί γιατί μη μπορώντας να ζήσει αυτή τη ζωή, διερωτάται πως θα καταφέρει να πιστέψει στην άλλη ζωή. Θέλω να το φωνάξω πολύ δυνατά και σε πείσμα εκείνων των ανέραστων θεολογικών φωνών που ως «αυτοχειροτόνητοι θεολόγοι» κατά Γρηγόριο Θεολόγο, κρίνουν τον άνθρωπο, του κουνάνε το δάχτυλο, τον φοβίζουν και τον δικάζουν, υπενθυμίζοντας του πως τα πάθη πρέπει να πολεμηθούν και όχι να μεταμορφωθούν, κάτι το οποίο εξάλλου διατρανώνει η φωνή των Πατέρων.
Είναι καιρός του ποιήσαι. Είναι καιρός ορισμένες θεολογικές φωνές να πάψουν επιτέλους να κατακρίνουν τον άνθρωπο και να δημιουργούν εντυπώσεις. Δεν έχουν κανένα δικαίωμα απολύτως, και το φωνάζω περισσότερο δυνατά, και κανένα πιστοποιητικό ηθικής καθαρότητας, όσοι φωνάζουν συνεχώς για τα πάθη και την αμαρτία. Είναι καιρός να βγει στην πλατεία ο λόγος του Θεού, ο Ίδιος ο Θεός, τον Οποίο ο επιθετικός λόγος εξόρισε σε διαρκή απομόνωση. Καιρός να εξοριστεί ο αλαζονικός λόγος, που γίνεται εμπαθής και αυτοϊκανοποιημένος στον ναρκισσισμό που πασχίζει για προσωπική καταξίωση και δόξα. Είναι καιρός να σταματήσει το κούνημα του δαχτύλου στον άνθρωπο, το στήσιμο του πάσχοντος ανθρώπου στον τοίχο και η αήθης επίθεση ορισμένων παραδοσιαρχικών φωνών απέναντι στο κατ’ εικόνα δημιούργημα του Θεού, που αν και πάσχει θέλει να σωθεί. Ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα να συμμορφώσει τον άλλον; Και ποιος έχει το δικαίωμα και από πού προέρχεται αυτό, να κάνει τον δάσκαλο στον άλλο;
Είναι καιρός να φυσήξει μετάνοια, μεταμόρφωση, σωτηρία και έλεος στις πονεμένες ψυχές των ανθρώπων. Καιρός να σαρκωθεί στις καρδιές των απεγνωσμένων ανθρώπων ο λόγος της σωτηρίας και όχι της καταδίκης. Να τους δειχθεί ότι υπάρχει παράδεισος και όχι μόνο κόλαση. Να τους δειχθεί η ωραιότητα και η ορθόδοξη καλλιτεχνία που σμιλεύει στο ανθρώπινο πρόσωπο τα γνωρίσματα της θείας εικόνας. Να ζωγραφιστεί πνοή Θεού στις ψυχές τους και η αγάπη να κοσμήσει τις καρδιές. Να τους δειχθεί πως οι άπειρες αποτυχίες και αστοχίες, συνοδεύονται από άπειρα σηκώματα και πως η μεγαλοσύνη της μετάνοιας και της συγχώρησης αποτελεί την πιο ισχυρή κραυγή του Θεού απέναντι σε όλες εκείνες τις φωνές που δεν θα υπάρχουν, αν δεν αναλώνονται στη θεολογική μιζέρια και στις εμπαθείς εμμονές, που τους δημιουργεί ο φόβος των παθών. Είναι καιρός να το φωνάξουμε δυνατά και να το βιώσουμε, πως ο Θεός κρίνει και ελεεί τον άνθρωπο και όχι οι άνθρωποι τους άλλους. Εξάλλου ο Χριστός έχυσε έλεος στις πληγές των ανθρώπων και όχι χολή.
Υπάρχουν πανέμορφες λέξεις στην ορθόδοξη ζωή και πνευματικότητα, οι οποίες έχουν την ισχυρή δυνατότητα να στολίσουν την υπαρξιακή γυμνότητα του ανθρώπου με χαρισματική θεότητα. Ας σταματήσει επιτέλους αυτή η μεμψιμοιρία, αυτή η κακότεχνη θεολογική γκρίνια που σε κάθε της βήμα βλέπει σκιές, κυνηγά φαντάσματα και κρίνει συνεχώς τον άλλον. Η πατερική γραμματεία, την οποία ελάχιστοι πλέον αγγίζουν και προβάλλουν, έχει άπειρη ομορφιά. Ο πνευματικός της πλούτος, αυτή η ωφέλεια των λόγων για την ψυχή που θέλει να σωθεί και αγνοεί πολλές φορές τους τρόπους, είναι τόσο θαυμάσιος, τόσο ύψιστος, τόσο άγιος, που αγνοείται. Εκείνο που προβάλλεται είναι οι προσωπικές απόψεις, τα προσωπικά απωθημένα, τα ανυπέρβλητα υπαρξιακά αδιέξοδα, κι εν τέλει μία στάση ζωής, όπου για να υπάρξω πρέπει να σταυρωθεί ο άλλος και να του καταλογιστούν οι δικές μου αξεπέραστες ανασφάλειες. Επουδενί η ωφέλεια των λόγων της πατερικής σοφίας, που έχει βάθος∙ βάθος φιλοσοφικό, βάθος ορθόδοξης πνευματικότητας.
Ο συμπολίτης μας και καλός φίλος Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας, σε πρόσφατη συνέντευξη μας στην Πεμπτουσία, δήλωσε σχετικά με την ωφέλεια των πατερικών λόγων: «Τα κείμενα των εκκλησιαστικών συγγραφέων παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον για τον σύγχρονο, σκεπτόμενο άνθρωπο. Αποτελούν ψυχογραφήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είχα διαβάσει κάποτε ότι μία ώρα την ημέρα ανάγνωσης πατερικών κειμένων θα μας γλίτωνε από πολλές ώρες ψυχοθεραπείας. Θα έλεγα ότι συμφωνώ. Οι πατέρες της εκκλησίας δεν καταθέτουν στα κείμενά τους θεωρητικές απόψεις, αλλά την εμπειρία τους, τα βιώματά τους».
Είναι καιρός να μιλήσουμε για ανάσταση, για ξεδίπλωμα του σχεδίου σωτηρίας του ανθρώπου από τον Θεό, για αγάπη και έλεος. Στην ορθοδοξία συνηθίσαμε να βλέπουμε έναν κόσμο ξεπεσμένο, όπου ο άλλος, ο διαφορετικός από αυτό που είμαι, είναι ο εχθρός μου. «Οι άλλοι είναι κόλαση» όπως θα αναφωνούσε και πάλι ο Sartre ή ο άλλος είναι ο παράδεισος μου, όπως θα αναστέναζε προσευχητικά ένα γεροντάκι της άσκησης και της προσευχής, που ο χρόνος και ο κάθε καιρός του χρόνου ως αδιάλειπτες στιγμές κίνησης, του δίδαξε πως ο Θεός «οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται» (ψαλμ. 102) κατά τον ιερό υμνωδό και πως είναι αγάπη και διαχέει το έλεος Του σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Κι αυτό, συμβαίνει σε μία στιγμή ύβρεως, που φτάνει μέχρι και τη θεοκτονία, καθώς οι αμετροεπείς θεολογικές φωνές φωνάζουν στον Θεό πως δεν έχει δικαίωμα να κρίνει πλέον Εκείνος. Έτσι λοιπόν, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν (Ματθ. 11, 12).
«…Διότι αυτού του είδους η κρίση δεν γίνεται από ενδιαφέρον, αλλά από μισανθρωπία και φέρει μεν το προσωπείο της φιλανθρωπίας, διαπράττει όμως πράξη χειρίστης πονηρίας, αποδίδοντας στους συνανθρώπους του περιττές ύβρεις και κατηγορίες, και αρπάζοντας τη θέση του διδασκάλου, ενώ δεν είναι άξιος ούτε για μαθητής, ακριβώς γι’ αυτό τον ονόμασε υποκριτή. Διότι εσύ που είσαι τόσο αυστηρός προς τους άλλους, ώστε να βλέπεις και τα μικρά παραπτώματα, πώς δείχνεις τόση αδιαφορία για τα δικά σου, ώστε να παραβλέπεις και τα μεγάλα; ἔκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου» (Ιω. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τόμος 10).

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
(iraklisf@theo.auth.gr)